- αναθυμιατίζω
- μετ.1) кадить ладаном; 2) курить, воскурять фимиам (кому-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναθυμιατίζω — θυμιατίζω εκ νέου ή συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θυμιατίζω. ΠΑΡ. αναθυμιάτισμα] … Dictionary of Greek
αναθυμιάζω — (Α ἀναθυμιάζω) βλ. αναθυμιατίζω … Dictionary of Greek
αναθυμιάτισμα — το [αναθυμιατίζω] το αναθύμιασμα* … Dictionary of Greek